Λένια Ζαφειροπούλου

“Μην κάνετε” είπε “γάμους κι αρραβώνες,

γιορτές και γεννητούρια πια. Ήρθαν οι έσχατοι χρόνοι.

Πλυθείτε και ζωστείτε και προσμένετε

την μια και μεγάλη Γιορτή.”

Μετά έφυγε κάπου προς τα πάνω.

 

Τότε όλοι παράτησαν μέσα στα παλαιά τείχη της πόλης

ονόματα και διακριτικά.

Έγινε ένας ψηλός σωρός

από χρυσές κανάτες, περικνημίδες, σκήπτρα και ζυγούς.

Βγήκανε στα λιβάδια σαν κοπάδι.

 

Τα άστρα γύρισαν πάνω απ’ το κεφάλι τους

κάμποσους γύρους. Αυτοί τα είδαν “Οι ουρανοί”

είπαν “περιελίχθηκαν σα ρούχο κι άλλαξαν. Είμαστε νέο τάγμα.”

 

Ο άνεμος σκόρπισε κάθε σοφία.

 

Ευθύγραμμα πορεύτηκαν κινώντας στο διάβα τους όρη.

Τα διέταζαν και τα ‘ριχναν στη θάλασσα.

“Άνω και Κάτω” είπανε γελώντας “έχουν από καιρό καταργηθεί.”

 

Ύστερα κάποιοι είδαν και πάλι την Ισχύ σε όνειρο.

Ήτανε κάτι κάθετο μπηγμένο στο λιβάδι.

Μ’ ένα βραχίονα έδειχνε Ψηλά

και με τον άλλον Χαμηλά. Λες κι είχε σημασία.

 

Από το νέο τάγμα των Αρνιών

βγήκαν και πάλι παλιές φύτρες.

Σιωπηρά κινήθηκαν στα άνω λιβάδια της υπεροχής.

Έκλωσαν το μαλλί και το ‘παν αργυρόλευκο.

Το γάλα τους ονόμασαν χιόνι απ’ τις απάτητες κορφές.

(Τα όρη επέστρεψαν οριστικά στη θέση τους.)

Εξέθρεψαν, εξέθρεψαν το νέο-παλιό μόσχευμα

το ‘βγαλαν με ωδίνες μέσα από τις λαγόνες τους, ένα λεπτοφυές αναρριχητικό

και το ‘παν Genius.

Τότε οι λειμώνες φύτρωσαν μαρμάρινα μνημεία.

Πάνω τους κούρνιασαν όσοι είχανε το μπόλι

και κουμαντάρανε από ψηλά το ποίμνιο.

Μα αυτό συνέχισε να περπατά ηδονικά

ανάμεσα σε παπαρούνες κι άγρια μέντα,

Περιέλίχθη

σαν άσπρο κύμα γύρω απ’ τα μνημεία.

Αφήνοντάς τα πίσω του,

κέρδισε πάλι τον ευθύγραμμό του δρόμο.