Γιαννης Δοὐκας

Η ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΟΥ

 

Θαλασσοψιττακέ, του είπα,

ποντοπόρε, πήγαινες ως την αρκτική, καημένε μου, κι αν υπερωκεάνιος, το μόνο σου αυγό διεκδικούσες. Αυλαία ο βράχος, πληγωμένη – και να ’θελε να γίνει κιμωλία, και να ’βγαζε απάνω στο σκαρφάλωμα πνιχτή βραχνή φωνή. Θα διασχίζεις τα κύματα, θα φτάνεις στον ουρανό του τράγου και στην αβάπτιστη φωλιά του τοκετού.

            Γιατί κι εγώ περπάτησα ως εκεί και είδα μιαν ακρόπολη στο χείλος. Και, σοβαρά, δεν είχα τι να κάνω, ανέσυρα της μιας προϊστορίας τη φοβερή ανάπαυλα, ηλιόλουστος στο μέσο της ανάσας. Το πέλμα μου σαν νόημα πετά, μέχρι τα δυτικά, κι αποτυπώνεται ασθμαίνον κι ιδρωμένο.

Το γένος της χαράδρας, του ψιθύρισα, να περπατάς καμαρωτό κι ύστερα να βυθίζεσαι στη στάλα των αφρών. Φωλιάζεις σε σχισμές, μικρή μου καλογραία, και σκάβεις τα λαγούμια σου σ’ ολισθηρές πλαγιές. Θα επιστρέφεις, θα ψάχνεις το ζευγάρωμα του χρόνου, θα ίπτασαι σε κύκλους και την άνοιξη στην ξηροτέρα γη και την πατροπαράδοτη.

            Όδευα προς τη θάλασσα κι εγώ, αφήνοντας την κούρνια μου – μεταίχμιο προτού ν’ αποδημήσω. Ήταν που μόλις είχα πτερωθεί και δεν θα ξαναγύριζα για χρόνια, καλοθρεμμένος και χορτάτος νεοσσός. Μια νύχτα βγήκα, φάνηκα, περπάτησα γι’ αρχή, όλο και πιο ταχέως. Έτρεξα, μα δεν ήθελα και ν’ απογειωθώ. Έφτασα στο νερό και, ως να ξημερώσει, έλαμνα δίχως κόπο και διάλειμμα. Μακριά από την ακτή, δεν θα ’ψαχνα το είδος μου για να συναθροιστώ. Να λείπω ήθελα.

Λουσμένος απ’ το χώμα και κυρίαρχος της πόρτας σου φρουρός, του υπενθυμίζω, ενώ εκείνη ξεραίνει το χορτάρι μες στις σήραγγες, τη λάσπη σκόνη θρύμματα να κάνει. Αχ, το ατλαντικό μου απολίθωμα, πόσο νερό χρειάζεσαι κρυψώνα;

Κι εγώ, πώς έτσι κάμφθηκα; Πώς από νέος ήμουν πιο θαμπός, τα πιο χλωμά μπαλώματα φορούσα; Ο ρυπαρός ευάλωτος, εισπνέοντας κινδύνους – και πού να βρω σαράντα ψάρια την ημέρα; Κι αν ερωτοτροπούσα με το ράμφος μου, κι αν πάνω στο νερό αποκοιμιόμουν, κι αν γνώριζα πως θα γεννήσουμε αυτό που θα ζυγίζει ακόμη πιο πολύ κι από το βάρος μας, κι αν έπρεπε βδομάδες να περάσουν, ώσπου να γίνει η όλη ζέστη μας ρωγμή, και πάλι θα θυσίαζα την πτήση, να ’μαι κολυμβητής. Και πάλι θα συμβίβαζα το πτέρωμα, να ’μαι πελαγικός, να ’ναι τα δάχτυλά μου σε μεμβράνες.

Θαλασσοψιττακέ, του είπα,

ποντοπόρε, εσύ πάντα το γνώριζες ότι δεν έχει τέρμα, πως όλο περαιτέρω θα διαβαίνουμε. Απ’ όσα διαμείφθηκαν εδώ κι απ’ όσα υπαινίχθηκε ο ορίζοντας, τι άλλο διδαχθήκαμε; Θέα στο άκρον άωτον του κόσμου κι ό,τι τυχόν ξανάμαθα, μιλώντας στα γκρεμνά.